-
1 κατασβέννῡμι
κατασβέννῡμι (s. σβέννῡμι), auslöschen; κατέσβεσε ϑεσπιδαὲς πῦρ Il. 21, 381, öfter in tmesi; erschöpfen, austrocknen, ϑάλασσαν Aesch. Ag. 932, πηγήν Spt. 556; perf. intrans., κλαυμάτων ἐπίσσυτοι πηγαὶ κατεσβήκασι, sind versiegt, Ag. 862; πῦρ κατασβέσεις Ar. Lys. 375. Uebertr., χειμὼν κατασβέσειε τὴν πολλὴν βοήν, das Geschrei stillen, Soph. Ai. 1128; ἔριν O. C. 423; σμικρὸν ῥῆμα κατασβέννυσι τὰς ἡδονάς Plat. Legg. VIII, 838 b; τὴν δυςχέρειαν κατασβέσαι Prot. 334 c; ἀπὸ σμικρῶν ταχὺ ἐρεϑιζόμενόν τε καὶ κατασβεννύμενον ϑυμόν Rep. III, 411 c; κατασβεσϑέν Tim. 49 c; τὴν ταραχήν Xen. Cyr. 5, 3, 55; κατέσβεστο Plut. Ant. 83. – Intrans. aor. II., καιόμενον τὸν χρυσὸν κατασβῆναι Her. 4, 5; perf. s. oben.
-
2 κατασβέννυμι
A- σβῶσαι Herod.5.39
:—put out, quench,κατέσβεσε θεσπιδαὲς πῦρ Il.21.381
, cf. 16.293 (tm.), E. Or. 697, etc.: metaph., ἔστιν θάλασσα, τίς δέ νιν κατασβέσει; who shall dry it up? A.Ag. 958, cf. Th. 584; κ. βοήν, ἔριν, quell noise, strife, S.Aj. 1149, OC 422; D.;τὰς ἡδονάς Pl. Lg. 838b
;τὴν δυσχέρειαν Id.Prt. 334c
;τὴν ταραχήν X.Cyr.5.3.55
;Χολήν Herod.
l. c.; κ. τὰ τραύματα heal them, Luc.DMar.11.1.II [voice] Pass., [tense] fut. - σβήσομαι (v. infr.), with [tense] aor. 2 and [tense] pf. [voice] Act., go out, be quenched, καιόμενον τὸν Χρυσὸν κατασβῆναι ([tense] aor. 2) Hdt.4.5;κατασβεσθῆναι τὴν πυρήν Id.1.87
; ὁ κάνθαρος (i. e. the Sun)- σβήσεται PMag.Lend.V.2.18
: metaph.,κλαυμάτων πηγαὶ.. κατεσβήκασι A.Ag. 888
; of tumours,κατέσβη Hp.Epid.1.1
; κατασβεννύμενος, of passion, Pl.R. 411c;κατασβεσθεὶς ταῖς ἐλπίσιν Plu.2.168f
; of the wind, Id.Tim.19.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατασβέννυμι
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий